αμιγώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμιγώς < αμιγής< από το ασθενές θέμα μιγ- παρατατικός έμισγον και μέση φωνή μίσγομαι.
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμιγώς
- αμιγώς ελληνικός πληθυσμός