αμμούδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμμούδα | οι | αμμούδες |
γενική | της | αμμούδας | των | αμμούδων |
αιτιατική | την | αμμούδα | τις | αμμούδες |
κλητική | αμμούδα | αμμούδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμμούδα θηλυκό
- (οικείο)