αμούδιαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμούδιαστα < αμούδιαστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αμούδιαστα
- χωρίς μούδιασμα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μουδιάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμούδιαστα
Πηγές
[επεξεργασία]- αμούδιαστα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας