αμπαλάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπαλάζ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική emballage [1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /am.baˈlaz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπα‐λάζ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπαλάζ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αμπαλάγιο (παρωχημένο)
- επίσης δείτε ἐμβαλλάγιον (καθαρεύσουα, εμβαλάγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αμπαλάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αμπαλάζ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)