αμπαρόριζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμπαρόριζα < αρμπαρόριζα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπαρόριζα θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του αρμπαρόριζα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπαρόριζα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αμπαρόριζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας