αμπελοστάφυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /am.be.loˈsta.fi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λο‐στά‐φυ‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπελοστάφυλο ουδέτερο
- σταφύλι που προορίζεται για βρώση, σε αντίθεση με το κρασοστάφυλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμπελοστάφυλο
|