αμυγδαλόσχημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμυγδαλόσχημος < αμύγδαλ(ο) + -ό- + -σχημος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.mi.ɣðaˈlo.sçi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μυ‐γδα‐λό‐σχη‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]αμυγδαλόσχημος, -η, -ο
- που έχει σχήμα αμυγδάλου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμυγδαλόσχημος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αμυγδαλόσχημος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας