αμυλοζάχαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμυλοζάχαρο | τα | αμυλοζάχαρα |
γενική | του | αμυλοζάχαρου & αμυλοζαχάρου |
των | αμυλοζάχαρων & αμυλοζαχάρων |
αιτιατική | το | αμυλοζάχαρο | τα | αμυλοζάχαρα |
κλητική | αμυλοζάχαρο | αμυλοζάχαρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμυλοζάχαρο < αμυλοσάκχαρο (με επίδραση της λέξης ζάχαρη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμυλοζάχαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμυλοζάχαρο
|