αμφιπρόστυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφιπρόστυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμφιπρόστυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε αμφι- (ἀμφί) + πρόστυλος (πρό- + στύλ(ος) + -ος)
Επίθετο[επεξεργασία]
αμφιπρόστυλος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) αρχιτεκτονική κατασκευή (συνήθως ναός) που στις δύο στενές πλευρές του είχε στοά με κίονες
- ※ Στην περιοχή αυτή, η οποία βρίσκεται επάνω από την ανατολική όχθη του Ιλισού και ονομαζόταν κατά την αρχαιότητα Άγρα ή Άγραι, λατρευόταν η Άρτεμις Αγροτέρα, η Άρτεμις Κυνηγός δηλαδή. Και ο ναός της ήταν ένας μικρός ιωνικός τετράστυλος και αμφιπρόστυλος ναός, ο οποίος κτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. (εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμφιπρόστυλος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αμφι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)