ανάγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεσαιωνική λατινική anagramma < (ελληνιστική κοινή) ἀναγραμματισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάγραμμα ουδέτερο
- λέξη ή φράση που προέκυψε από αναγραμματισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάγραμμα