ανάδευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάδευση οι αναδεύσεις
      γενική της ανάδευσης* των αναδεύσεων
    αιτιατική την ανάδευση τις αναδεύσεις
     κλητική ανάδευση αναδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάδευση < λόγιο αναδεύ(ω) + -σις[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανάδευση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Αναφορές

[επεξεργασία]