ανάκτορο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάκτορο < αρχαία ελληνική ἀνάκτορον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάκτορο ουδέτερο
- παλάτι, κατοικία βασιλιάδων
- πολυτελής κατοικία