ανάληψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ανάληψη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάληψη οι αναλήψεις
      γενική της ανάληψης* των αναλήψεων
    αιτιατική την ανάληψη τις αναλήψεις
     κλητική ανάληψη αναλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάληψη < αρχαία ελληνική ἀνάληψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανάληψη θηλυκό

  1. η απόσυρση κάποιου χρηματικού ποσού από κατάθεση σε λογαριασμό
     αντώνυμα: κατάθεση
  2. η αποδοχή της υποχρέωσης
  3. η αποδοχή και έναρξη μιας εργασίας η οποία έχει ανατεθεί σε κάποιον
  4. (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό
    Θα πάμε στην εκκλησία καθώς σήμερα είναι της Αναλήψεως.
    ※  ..του Ευαγγελίου και των Πράξεων, βασίζεται στην παράδοση, που αποτυπώθηκε στην υμνολογία (στιχηρά του Εσπερινού) και στο Συναξάριο της Αναλήψεως, όπως επίσης και στον Βίο της Παναγίας του ιερομονάχου Επιφανίου. (Εικόνες της Κρητικής τέχνης από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, επιμ. Μανόλης Μπουρμπουδάκης, 2004, σελ. 367)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]