ανέκφραστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέκφραστος < (ελληνιστική κοινή) ἀνέκφρασστος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανέκφραστος
- που η έκφρασή του δεν φανερώνει τα συναισθήματά του ή και που δεν τρέφει πιθανόν κάποια συναισθήματα εκείνη τη στιγμή για ό,τι συμβαίνει
- που δεν εκφράσθηκε, δεν εκδηλώθηκε με λόγια ή με πράξεις
- ...ένας κόσμος ολόκληρος από αισθήματα έμεινε ανέκφραστος, σκεπασμένος για πάντα από το τεράστιο σάβανο του λογιοτατισμού και της ρητορικής καλλιέπειας (Γ. Σεφέρης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέκφραστος