αναβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αναβάτης | οι | αναβάτες |
γενική | του | αναβάτη | των | αναβατών |
αιτιατική | τον | αναβάτη | τους | αναβάτες |
κλητική | αναβάτη | αναβάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈva.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναβάτης αρσενικό (θηλυκό: αναβάτρια)
- αυτός που ανεβαίνει ή αυτός που έχει ανέβει κάπου
- ≈ συνώνυμα: (αναρριχητής), (ορειβάτης)
- αυτός που καβαλικεύει άλογο, που ιππεύει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βάτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)