αναβαλλόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναβαλλόμενος <
- μετοχή παθητικού παρακειμένου αναβάλλω
- ελληνιστική ἀναβαλλόμενος < από την έκφραση "ἀκούω (ή ψέλνω) τὸν ἀναβαλλόμενο" < από τη μη σημασιολογικά συγγενή λέξη "ἀναβαλλόμενος" που υπάρχει στην αρχή του εκτεταμένου ψαλμού 103 « Τῷ Δαυῒδ » (εξ αιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας του ψαλμού).
- Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον...
Μετοχή
[επεξεργασία]αναβαλλόμενος
- (σπάνιο) που αναβάλλεται συνέχεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναβαλλόμενος αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]του ψέλνει τον αναβαλλόμενο : τον επιπλήττει αυστηρά για πολλή ώρα