αναβολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναβολικός < (άμεσο δάνειο) αγγλική anabolic < λατινική anabolicus < ελληνιστική κοινή ἀναβολικός < αρχαία ελληνική ἀναβάλλω < βάλλω (αντιδάνειο)
Επίθετο[επεξεργασία]
αναβολικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αναβολισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον ευνοεί
- (ουσιαστικοποιημένο) αναβολικά:
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)