αναβοσβήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναβοσβήνω < ανάβ(ω) + -ο- + σβήνω, (παρατακτικό σύνθετο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.voˈzvi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐βο‐σβή‐νω

αναβοσβήνω, αόρ.: αναβόσβησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) ανάβω και σβήνω κάτι διαδοχικά
  2. (αμετάβατο) ανάβω και σβήνω (εγώ) διαδοχικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)