αναγγέλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγγέλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγγέλλω < ἀνα- + ἀγγέλλω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naŋˈɟe.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναγ‐γέλ‐λω
Ρήμα[επεξεργασία]
αναγγέλλω, πρτ.: ανάγγελλα/ανήγγελλα, αόρ.: ανήγγειλα/ανάγγειλα, παθ.φωνή: αναγγέλλομαι, π.αόρ.: αναγγέλθηκα, μτχ.π.π.: αναγγελμένος
- φέρνω μια είδηση, ανακοινώνω, δημοσιοποιώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγγέλλομαι | αναγγελλόμουν(α) | θα αναγγέλλομαι | να αναγγέλλομαι | ||
β' ενικ. | αναγγέλλεσαι | αναγγελλόσουν(α) | θα αναγγέλλεσαι | να αναγγέλλεσαι | (αναγγέλλου) | |
γ' ενικ. | αναγγέλλεται | αναγγελλόταν(ε) | θα αναγγέλλεται | να αναγγέλλεται | ||
α' πληθ. | αναγγελλόμαστε | αναγγελλόμαστε αναγγελλόμασταν |
θα αναγγελλόμαστε | να αναγγελλόμαστε | ||
β' πληθ. | αναγγέλλεστε | αναγγελλόσαστε αναγγελλόσασταν |
θα αναγγέλλεστε | να αναγγέλλεστε | (αναγγέλλεστε) | |
γ' πληθ. | αναγγέλλονται | αναγγέλλονταν αναγγελλόντουσαν |
θα αναγγέλλονται | να αναγγέλλονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναγγέλθηκα | θα αναγγελθώ | να αναγγελθώ | αναγγελθεί | ||
β' ενικ. | αναγγέλθηκες | θα αναγγελθείς | να αναγγελθείς | αναγγέλσου | ||
γ' ενικ. | αναγγέλθηκε | θα αναγγελθεί | να αναγγελθεί | |||
α' πληθ. | αναγγελθήκαμε | θα αναγγελθούμε | να αναγγελθούμε | |||
β' πληθ. | αναγγελθήκατε | θα αναγγελθείτε | να αναγγελθείτε | αναγγελθείτε | ||
γ' πληθ. | αναγγέλθηκαν αναγγελθήκαν(ε) |
θα αναγγελθούν(ε) | να αναγγελθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναγγελθεί | είχα αναγγελθεί | θα έχω αναγγελθεί | να έχω αναγγελθεί | αναγγελμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναγγελθεί | είχες αναγγελθεί | θα έχεις αναγγελθεί | να έχεις αναγγελθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναγγελθεί | είχε αναγγελθεί | θα έχει αναγγελθεί | να έχει αναγγελθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγγελθεί | είχαμε αναγγελθεί | θα έχουμε αναγγελθεί | να έχουμε αναγγελθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναγγελθεί | είχατε αναγγελθεί | θα έχετε αναγγελθεί | να έχετε αναγγελθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγγελθεί | είχαν αναγγελθεί | θα έχουν αναγγελθεί | να έχουν αναγγελθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)