αναδαμαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδαμαλισμός < αναδαμαλίζω + -μός < ανα- + δαμαλίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναδαμαλισμός αρσενικό
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναδαμαλίζω, η επανάληψη του δαμαλισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αναδαμαλίζω και δαμάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδαμαλισμός