αναδρομικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αναδρομικά < αναδρομικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναδρομικά
- με αναδρομική ισχύ
- (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδρομικά
πληροφορική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναδρομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναδρομικό