ανακλιμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ανακλιμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανακλίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακλιμένος
|
ανακλιμένος
|