ανακριτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακριτική | οι | ανακριτικές |
γενική | της | ανακριτικής | των | ανακριτικών |
αιτιατική | την | ανακριτική | τις | ανακριτικές |
κλητική | ανακριτική | ανακριτικές | ||
Δείτε και την κλίση του επιθέτου ανακριτικός | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακριτική, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ανακριτικός (εννοείται η ανακριτική τέχνη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακριτική θηλυκό
- (νομικός όρος) επιμέρους επιστήμη της εγκληματολογίας με αντικείμενο τις ενέργειες των ανακριτικών αρχών για τη βεβαίωση αξιόποινης πράξης ή πρόληψης αυτής, την ανακάλυψη του δράστη ή δραστών και τη συλλογή του απαραίτητου αποδεικτικού υλικού για την προσαγωγή σε δίκη
- η ανακριτική επιτροπή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανακριτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ανακριτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακριτική
|