ανακόπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακόπτω < αρχαία ελληνική ἀνακόπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
ανακόπτω, πρτ.: ανέκοπτα, στ.μέλλ.: θα ανακόψω, αόρ.: ανέκοψα, παθ.φωνή: ανακόπτομαι μτχ. εν. ανακόπτοντας
- αναχαιτίζω, συγκρατώ, προσπαθώ να μειώσω την ταχύτητα με την οποία πορεύεται κάποιος-κάτι
- στις Θερμοπύλες ανακόπηκε η περσική προέλαση
- το όχημα ανέκοψε ταχύτητα