αναλγησίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναλγησίνη οι αναλγησίνες
      γενική της αναλγησίνης των αναλγησινών
αναλγησίνων
    αιτιατική την αναλγησίνη τις αναλγησίνες
     κλητική αναλγησίνη αναλγησίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναλγησίνη < ενδεχομένως άμεσο δάνειο από τη γαλλική analgésine.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε αναλγησ(ία) + -ίνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναλγησίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 264.