αναλφαβητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλφαβητισμός < γαλλική analphabétisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναλφαβητισμός αρσενικό
- αδυναμία στην ανάγνωση και στη γραφή· διακρίνεται σε πλήρη και μερικό αναλφαβητισμό (όταν υπάρχει η ικανότητα ανάγνωσης αλλά όχι γραφής)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- λειτουργικός αναλφαβητισμός: κατάσταση ατόμων που έχουν διδαχθεί γραφή κι ανάγνωση αλλά δεν τις χρησιμοποιούν
- ολικός ή οργανικός αναλφαβητισμός: για άτομα που δεν έχουν διδαχθεί γραφή κι ανάγνωση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλφαβητισμός
|