αναμιγνύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναμιγνύομαι < αναμιγνύω <(ελληνιστική κοινή) ἀναμιγνύω ή ἀναμειγνύω < αρχαία ελληνική ἀναμείγνυμι και ἀναμίσγω
Ρήμα
[επεξεργασία]αναμιγνύομαι (& αναμειγνύομαι)
- ανακατεύομαι (για υλικά)
- ανακατεύομαι, εμπλέκομαι με δική μου επιλογή σε δυσάρεστη υπόθεση (για ανθρώπους)
- Αναμίχθηκε δυστυχώς σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας
- ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δεν με αφορούν, χώνομαι σε ξένα ζητήματα
- Το ζευγάρι χώρισε γιατί αναμίχθηκε η πεθερά
Δείτε επίσης αναμιγνύω και αναμειγνύω
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αναμειγνύω