αναπάντεχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
αναπάντεχο < (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο γένος του επιθέτου αναπάντεχος (→ δείτε  παρακάτω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναπάντεχο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
αναπάντεχο : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αναπάντεχο