αναπαραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπαραγωγή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναπαραγωγή θηλυκό
- (τεχνολογία) η παραγωγή αντιγράφων με βάση κάποιο πρότυπο ή κάποιου ήδη υπάρχοντος πρωτότυπου
- (βιολογία) η παραγωγή νέου οργανισμού μέσα από τη φυσική διαδικασία πολλαπλασιασμού
- (συνεκδοχικά) η διαδικασία της παραγωγής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπαραγωγή