αναπόφευγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπόφευγος < αναπόφευκτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈpo.fe.vɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πό‐φευ‐γος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπόφευγος, -η, -o
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του αναπόφευκτος
- ※ Ήρθε ωστόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφές. (Αργύρης Εφταλιώτης, Τ' όμορφο το χωριό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπόφευγος
|