ανασασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασασμός< μεσαιωνική ελληνική ἀνασασμός < ἀνασαίνω + -σμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασασμός αρσενικό
- η ανάσα
- Αηδόνι ντροπαλό μες στον ανασασμό των φύλλων ... (Γ. Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ', Ελένη)
- Μ 'έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα ... (τραγούδι σε ποίηση Λίνου Ιωαννίδη, μελοποιημένο από τα Διάφανα Κρίνα)
- (μεταφορικά) ανακούφιση, ξαλάφρωμα