ανασταίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανασταίνω < αρχαία ελληνική ἀνίστημι
Ρήμα
[επεξεργασία]ανασταίνω, στ.μέλλ.: θα αναστήσω, αόρ.: ανέστησα / ανάστησα, παθ.φωνή: ανασταίνομαι, μτχ.π.π.: αναστημένος
- επαναφέρω θαυματουργά κάποιον νεκρό στη ζωή
- ο Χριστός θεράπευσε παραλυτικούς και ανέστησε νεκρούς
- (μεταφορικά) ξαναδίνω ζωή σε ένα πράγμα που θεωρούνταν άχρηστο ή ξεπερασμένο
- παρακολουθώ τη λειτουργία της Ανάστασης τα μεσάνυχτα Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα
- πού θα αναστήσετε φέτος;
- μεγαλώνω ένα παιδί
- η μάνα μας μας ανάστησε με μύριες δυσκολίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανασταίνω
|