αναστατωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναστατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναστατώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αναστατωμένος, -η, -ο
- που έχει αναστατωθεί, που έχει ανησυχήσει για κάτι
- Ήμουν αναστατωμένη όλη νύχτα, γιατί το παιδί αργούσε να γυρίσει και δεν απαντούσε ούτε στο κινητό μέχρι τις 5 το πρωι!
- που βρίσκεται σε αναστάτωση, αταξία
- Βρήκα τα πάντα αναστατωμένα. Οι διαρρήκτες τα έκαν όλα άνω-κάτω για να βρουν λεφτά, αλλά τους είχε προλάβει η εφορία
- που δεν λειτουργεί εύρυθμα
- Είναι αναστατωμένος ο οργανισμός μου. Φταίνε ή τα γαστρεντερικά μου ή ο θυρεοειδής πάλι.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναστατωμένος