ανασχηματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασχηματισμός < λόγια λέξη της καθαρεύουσας ἀνασχηματισμός < ἀνασχηματίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανασχηματισμός αρσενικό
- η ενέργεια του ανασχηματίζω, η αλλαγή ενός συνόλου με νέα μέλη
- ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασχηματισμός