ανατοποθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.to.po.θe.tiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐το‐πο‐θε‐τη‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ανατοποθετημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανατοποθετώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανατοποθετημένος
|