αναφωνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναφωνώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναφωνῶ, συνηρημένος τύπος του ἀναφωνέω[1] < ἀνά + φωνέω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.foˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φω‐νώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αναφωνώ, πρτ.: αναφωνούσα, αόρ.: αναφώνησα (χωρίς παθητική φωνή)
- εκφράζομαι επιφωνηματικά ή με μια-δυο λέξεις σαν να απευθύνομαι σε μια ανώτερη δύναμη ή να μονολογώ
- ↪ Παναγία μου! αναφώνησε αηδιασμένος και σοκαρισμένος μόλις είδε...
- βγάζω δυνατή φωνή, επιφώνημα, κραυγή
- ↪ Ωχ! αναφώνησε με το πρώτο γκολ.
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναφωνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)