αναψυχώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναψυχώνω < ἀναψυχώνω στην καθαρεύουσα < μεσαιωνική ελληνική ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ < αρχαία ελληνική ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)

αναψυχώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]