ανεβάζω στα ύψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεβάζω στα ύψη < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]ανεβάζω στα ύψη
- αυξάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό
- (για πρόσωπα) εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυμνώ κάποιον
- προκαλώ ψυχική ανάταση σε κάποιον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεβάζω στα ύψη
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ανεβάζω στα ύψη - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
- ανεβάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)