ανεδαφικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεδαφικότητα | οι | ανεδαφικότητες |
γενική | της | ανεδαφικότητας | των | ανεδαφικοτήτων |
αιτιατική | την | ανεδαφικότητα | τις | ανεδαφικότητες |
κλητική | ανεδαφικότητα | ανεδαφικότητες | ||
Η χρήση του πληθυντικού είναι σπάνια. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεδαφικότητα < λόγια λέξη ἀνεδαφικότης < ανεδαφικ(ός) + -ότης > -ότητα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανεδαφικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ανεδαφικού, το να είναι κανείς ανεδαφικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανεδαφικός
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεδαφικότητα