ανειδίκευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανειδίκευτος < α στερητικό και ειδικεύομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
ανειδίκευτος
- που δεν έχει κάποια ειδικότητα, δεν διαθέτει εξειδίκευση, που συνήθως ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες χαμηλής αμοιβής
- το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανειδίκευτος
|