ανεμοδούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμοδούρα | οι | ανεμοδούρες |
γενική | της | ανεμοδούρας | — | |
αιτιατική | την | ανεμοδούρα | τις | ανεμοδούρες |
κλητική | ανεμοδούρα | ανεμοδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμοδούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεμοδούριον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.moˈðu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐δού‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμοδούρα θηλυκό
- ανεμοδείκτης
- ※ Ἡ γριὰ τῆς ἔδωκε δύο ἢ τρία μεταξωτὰ καὶ ὀλίγα βαμβακερὰ φορέματα, δύο χαλκώματα, μισήν δουζίναν χουλιαράκια του γλυκοῦ, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφη καὶ μίαν ἀνεμοδούραν, ἔγραψεν εἰς τὸ προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμὰς μέτρημα, τὰς ὁποίας εἶναι ἄδηλον ἂν εἶχε σκοπὸν ποτὲ νὰ δώσῃ, καὶ μὲ αὐτὰ τοὺς «ἐκουκούλωσε». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως Ήρως, 1897)
- ανεμοστρόβιλος
- αλλοπρόσαλλος, κυκλοθυμικός άνθρωπος, που είναι άστατος επειδή παρασύρεται εύκολα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμοδούρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)