ανεμοδόχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ne.moˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐δό‐χος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμοδόχος αρσενικό
- κατασκευή κυλινδρικού σχήματος η οποία χρησιμοποιείται για τον εξαερισμό περίκλειστου χώρου.[1]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμοδόχος
→ δείτε τη λέξη αεραγωγός |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανεμοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανεμο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)