ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα < ανεμομαζώματα + διαβολοσκορπίσματα
Έκφραση[επεξεργασία]
ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα
- όσα φέρνει τυχαία ο άνεμος (που δεν έχει αγωνιστεί κάποιος για να τα αποκτήσει), σκορπίζονται χωρίς να πιάσουν τόπο σε κάτι καλό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα