ανεξόφλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξόφλητος, -η, -ο
- που δεν έχει εξοφληθεί ή δεν μπορεί να εξοφληθεί
- ανανταπόδοτος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξόφλητος
ανανταπόδοτος