ανεπαίσθητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεπαίσθητα < ανεπαίσθητ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανεπαίσθητα

  • λίγο, για κάτι που μόλις που γίνεται αισθητός
    πόνεσα ανεπαίσθητα
    άλλες μορφές: ανεπαισθήτως (λόγιο, παρωχημένο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ανεπαίσθητα