ανεπιείκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεπιείκεια | οι | ανεπιείκειες |
γενική | της | ανεπιείκειας | των | ανεπιεικειών |
αιτιατική | την | ανεπιείκεια | τις | ανεπιείκειες |
κλητική | ανεπιείκεια | ανεπιείκειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπιείκεια < αρχαία ελληνική ἀνεπιείκεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεπιείκεια θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπιείκεια