ανεπιστημοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπιστημοσύνη < αρχαία ελληνική ἀνεπιστημοσύνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεπιστημοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η άγνοια ή η παραμέληση των επιστημονικών τρόπων και μεθόδων καθώς και της επιστημονικής γνώσης