ανηγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανηγμένος < αρχαία ελληνική ἀνηγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀνάγω < ἄγω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανηγμένος, -η, -ο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανηγμένος
|