ανθίσταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθίσταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε (αντ-) ανθ- + ίσταμαι που ήταν δασυνόμενη λέξη (ἵσταμαι)
Ρήμα[επεξεργασία]
ανθίσταμαι (αποθετικό ρήμα)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθίσταμαι
→ δείτε τη λέξη αντιστέκομαι |
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθ- από το αντι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)