ανθαγορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθαγορά οι ανθαγορές
      γενική της ανθαγοράς των ανθαγορών
    αιτιατική την ανθαγορά τις ανθαγορές
     κλητική ανθαγορά ανθαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανθαγορά < ανθ- + αγορά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανθαγορά θηλυκό

  • κεντρική αγορά λουλουδιών και φυτών που προμηθεύει εμπόρους λιανικής
    στο νομό Αττικής οι δύο κυριώτερες ανθαγορές, βρίσκονται η μία στην Αμυγδαλέζα και η άλλη στον Προμπονά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]