ανθαγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθαγορά θηλυκό
- κεντρική αγορά λουλουδιών και φυτών που προμηθεύει εμπόρους λιανικής
- στο νομό Αττικής οι δύο κυριώτερες ανθαγορές, βρίσκονται η μία στην Αμυγδαλέζα και η άλλη στον Προμπονά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθαγορά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθ- από το ανθο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)